- σύχυση
- η, Νβλ. σύγχυση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύγχυση — η / σύγχυσις, ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν [συγχέω] 1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ. γ. [για τον πύργο τής Βαβέλ] «διὰ τοῡτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῑ συνέχεε κύριος τὰ χείλη… … Dictionary of Greek
σύγχυση — σύγχυση, η και σύχυση, η 1. συσκότιση, μπέρδεμα: Υπάρχει σύγχυση γύρω από το θέμα των εκλογών. 2. ψυχική αναστάτωση: Δεν μπόρεσε να κρύψει τη σύγχυσή του για τη συμπεριφορά μας. – Βρισκόταν σε σύγχυση, όταν έκανε το έγκλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)